- περιρρέω
- ΝΜΑ1. (για υγρό) ρέω, κυλώ γύρω από κάποιον ή από κάτι, περιβρέχω, περιχύνω κάποιον ή κάτι («νῆσον περιρρέει Νεῑλος», Ηρόδ.)2. παθ. περιρρέομαιπεριβάλλομαι από νερό, περιβρέχομαι («περιερρεῑτο δ' αὕτη ὑπὸ τοῡ Μάσκα κύκλῳ», Ξεν.)αρχ.1. (για τον αέρα) περιβάλλω («τοὺς δὲ ἐν τοῑς νήσοις ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα πρὸς τῇ ἠπείρῳ οὔσας», Πλάτ.)2. (για φωτιά) περικυκλώνω («κύκλῳ τὸν τόπον ἐκεῑνον περιρρυῆναι τὸ πῡρ», Λυκούργ.)3. μτφ. (για πλήθος ανθρώπων) στέκομαι γύρω γύρω («ἅπαντες περιέρρεον ἡμᾱς κύκλῳ», Πλάτ.)4. α) πλημμυρίζω, γεμίζω από όλα τα μέρηβ) μτφ. έχω αφθονία («σοὶ δὲ πλουσία τράπεζα κείσθω καὶ περιρρείτω βίος», Σοφ.)5. αφανίζομαι, γίνομαι φτωχός σε κάτι, χάνω ουσιώδη στοιχεία («περιερρυηκίας τῆς γῆς», Πλάτ.)6. φθείρομαι, ξηραίνομαι, αδυνατίζω, χωνεύω («πῆχυς ὅλος περιερρύη», Ιπποκρ.)7. (για άνθη) μαραίνομαι, φυλλορροώ8. πέφτω κάτω, γλιστρώ, ξεφεύγω («ἡ ἀσπὶς περιερρύη εἰς τὴν θάλασσαν», Θουκ.)9. (για δεσμά) χαλαρώνομαι, λύνομαι («αὗται δὲ αὐτόμαται [αἱ πέδαι] περιρρυῆναι», Ξεν.)10. φρ. α) «οὐδενὸς περιρρέοντος» — χωρίς να υπάρχει τίποτε σε υπερβολικό βαθμό, δηλ. περιττό, Πλούτ.β) «περιρρέονται μαθηταῑς» — έχουν αφθονία μαθητών (Λιβάν.).
Dictionary of Greek. 2013.